Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
View word page
διαχείρησις
διαχείρ-ησις,
A). v. διαχείρισις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχείρησις
Headword (normalized):
διαχείρησις
Headword (normalized/stripped):
διαχειρησις
IDX:
26287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχείρ-ησις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαχείρισις.</span> </div> </div><br><br>'}