Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
View word page
διαχειρέω
διαχειρ-έω, = ίζω
A). , χρήματα IG 2.574e24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχειρέω
Headword (normalized):
διαχειρέω
Headword (normalized/stripped):
διαχειρεω
IDX:
26286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχειρ-έω</span>, = <span class="itype greek">ίζω</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">, χρήματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.574e24 </span> .</div> </div><br><br>'}