Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
View word page
διαχεθῆ
διαχεθῆ· διαχεσθῇ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχεθῆ
Headword (normalized):
διαχεθῆ
Headword (normalized/stripped):
διαχεθη
IDX:
26284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχεθῆ·</span> <span class="foreign greek">διαχεσθῇ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}