Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάφωνος
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
View word page
διαχάραξις
διαχάραξις [χᾰ], εως, ,
A). cleaving, αὖλαξ .. δ. τοῦ ἀρότρου EM 170.33 .


ShortDef

cleaving

Debugging

Headword:
διαχάραξις
Headword (normalized):
διαχάραξις
Headword (normalized/stripped):
διαχαραξις
IDX:
26280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχάραξις</span> <span class="pron greek">[χᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cleaving,</span> <span class="quote greek">αὖλαξ .. δ. τοῦ ἀρότρου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:170:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:170.33/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 170.33 </a> .</div> </div><br><br>'}