Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφωνία
διάφωνος
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
View word page
διαχαρακτηρίζω
διαχᾰρακτηρίζω·
A). persono, Gloss.


ShortDef

persono

Debugging

Headword:
διαχαρακτηρίζω
Headword (normalized):
διαχαρακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαχαρακτηριζω
IDX:
26279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26280
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχᾰρακτηρίζω·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">persono,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}