Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διάφυσον
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
View word page
διαφώτισις
διαφώτ-ισις, εως, ,
A). clearing up, explanation, PGiss. 67.14 (ii A. D.).


ShortDef

clearing up, explanation

Debugging

Headword:
διαφώτισις
Headword (normalized):
διαφώτισις
Headword (normalized/stripped):
διαφωτισις
IDX:
26273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφώτ-ισις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clearing up, explanation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PGiss.</span> 67.14 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}