Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διάφυσον
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
διαχάλασμα
διαχαλαστέον
διαχαλάω
διαχαρακτηρίζω
διαχάραξις
διαχαράσσω
View word page
διαφώσκω
διαφώσκω
, Ion. for
διαφαύσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαφώσκω
Headword (normalized):
διαφώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαφωσκω
IDX:
26271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26272
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφώσκω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">διαφαύσκω.</span> </div><br><br>'}