Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διάφυξις
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διάφυσον
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
διάφωνος
διαφώσκω
διαφωτίζω
διαφώτισις
διαχάζομαι
διαχάλασις
View word page
διάφυσον
διάφυσον· φασκίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάφυσον
Headword (normalized):
διάφυσον
Headword (normalized/stripped):
διαφυσον
IDX:
26265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάφυσον·</span> <span class="foreign greek">φασκίς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}