Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυάς
διαφυγγάνω
διαφυγετεῖν
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διάφυξις
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
διάφυσις
διάφυσον
διαφύσσω
διαφυτεύω
διαφωνέω
διαφωνία
View word page
διάφυξις
διάφυξις, εως, ,
A). v.l. for -φευξις (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάφυξις
Headword (normalized):
διάφυξις
Headword (normalized/stripped):
διαφυξις
IDX:
26259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάφυξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">-φευξις</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}