Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφρέω
διαφρίσσω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυάς
διαφυγγάνω
διαφυγετεῖν
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλάσσω
διάφυξις
διαφύομαι
διαφυσάω
διαφύσησις
διαφυσικεύομαι
View word page
διαφυγετεῖν
διαφῠγετεῖν· παρ’ ἐλπίδα σωθῆναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφυγετεῖν
Headword (normalized):
διαφυγετεῖν
Headword (normalized/stripped):
διαφυγετειν
IDX:
26253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφῠγετεῖν·</span> <span class="foreign greek">παρ’ ἐλπίδα σωθῆναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}