Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρίσσω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυάς
διαφυγγάνω
διαφυγετεῖν
διαφυγή
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
View word page
διαφρος
διαφρος, ον,
A). foamy, Gal. 19.93 .


ShortDef

foamy

Debugging

Headword:
διαφρος
Headword (normalized):
διαφρος
Headword (normalized/stripped):
διαφρος
IDX:
26247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foamy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.93 </span>.</div> </div><br><br>'}