Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφουλλαί
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρίσσω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
διαφρύγω
διάφρυκτος
διαφυάς
διαφυγγάνω
διαφυγετεῖν
διαφυγή
View word page
διαφρίσσω
διαφρίσσω, strengthd. for φρίσσω, Poll. 1.107 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφρίσσω
Headword (normalized):
διαφρίσσω
Headword (normalized/stripped):
διαφρισσω
IDX:
26244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφρίσσω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">φρίσσω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:107" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.107/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.107 </a>.</div><br><br>'}