Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διαφορία
διάφορος
διαφορότης
διαφουλλαί
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
διάφραξις
διαφράσσω
διαφρέω
διαφρίσσω
διαφρονέω
διαφροντίζω
διαφρος
διαφρουρέω
View word page
διαφραδής
διαφρᾰδής
,
ές
,
A).
distinct,
of sound: in Adv.
-έως
Hp.
Loc. Hom.
2
.
ShortDef
distinct
Debugging
Headword:
διαφραδής
Headword (normalized):
διαφραδής
Headword (normalized/stripped):
διαφραδης
IDX:
26238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26239
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφρᾰδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distinct,</span> of sound: in Adv. <span class="quote greek">-έως</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Loc. Hom.</span> 2 </span> .</div> </div><br><br>'}