Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διαφορία
διάφορος
διαφορότης
διαφουλλαί
διάφραγμα
διαφραγμάτιον
διαφράγνυμι
διαφραδής
διαφράζω
διαφρακτέον
View word page
διαφόρητος
διαφόρ-ητος, ον,
A). torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc. 344 .


ShortDef

torn in pieces

Debugging

Headword:
διαφόρητος
Headword (normalized):
διαφόρητος
Headword (normalized/stripped):
διαφορητος
IDX:
26230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφόρ-ητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">torn in pieces,</span> <span class="foreign greek">σάρξ</span> prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg001.perseus-grc1:344" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg001.perseus-grc1:344/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyc.</span> 344 </a>.</div> </div><br><br>'}