Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διαφορία
διάφορος
διαφορότης
View word page
διαφοινίσσομαι
διαφοινίσσομαι,
A). become quile red, Hp. Coac. 458 .


ShortDef

become quile red

Debugging

Headword:
διαφοινίσσομαι
Headword (normalized):
διαφοινίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφοινισσομαι
IDX:
26223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφοινίσσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become quile red,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg017:458" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg017:458/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Coac.</span> 458 </a>.</div> </div><br><br>'}