Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διαφορία
διάφορος
View word page
διαφοιγοιμόρ
διαφοιγοιμόρ· ἐπὶ πάσῃ ἡμέρᾳ τῆς τῶν φιδιτίων σιτήσεως ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφοιγοιμόρ
Headword (normalized):
διαφοιγοιμόρ
Headword (normalized/stripped):
διαφοιγοιμορ
IDX:
26222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφοιγοιμόρ·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ πάσῃ ἡμέρᾳ τῆς τῶν φιδιτίων σιτήσεως</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}