Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
διαφορία
View word page
διαφοιβάζω
διαφοιβάζω,
A). drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S. Aj. 332 .


ShortDef

to drive mad

Debugging

Headword:
διαφοιβάζω
Headword (normalized):
διαφοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
διαφοιβαζω
IDX:
26221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφοιβάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drive mad,</span> <span class="quote greek">διαπεφοιβάσθαι κακοῖς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg003.perseus-grc1:332" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg003.perseus-grc1:332/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aj.</span> 332 </a> .</div> </div><br><br>'}