Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
διαφόρητος
View word page
διάφοβος
διάφοβος, ον,
A). timorous, Tz.ad Lyc. 1242 .


ShortDef

timorous

Debugging

Headword:
διάφοβος
Headword (normalized):
διάφοβος
Headword (normalized/stripped):
διαφοβος
IDX:
26220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάφοβος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">timorous,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1242 </span>.</div> </div><br><br>'}