Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφθορά
διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
διαφόρησις
διαφορητικός
View word page
διαφλύζω
δια-φλύζω and δια-φλύω,
A). to be in exuberant health:—also Subst. διά-φλυξις, εως, , = ὑπερβλυσις , Gal. 19.92 .


ShortDef

to be in exuberant health

Debugging

Headword:
διαφλύζω
Headword (normalized):
διαφλύζω
Headword (normalized/stripped):
διαφλυζω
IDX:
26219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-φλύζω</span> and <span class="orth greek">δια-φλύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in exuberant health</span>:—also Subst. <span class="orth greek">διά-φλυξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <span class="ref greek">ὑπερβλυσις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.92 </span>.</div> </div><br><br>'}