Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
διαφλύω
διαφλύζω
διάφοβος
διαφοιβάζω
διαφοιγοιμόρ
διαφοινίσσομαι
διαφοιτάω
διαφορά
διαφορέω
διαφόρημα
View word page
διάφλοισβοι
διάφλοισβοι·
τεταραγμένοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διάφλοισβοι
Headword (normalized):
διάφλοισβοι
Headword (normalized/stripped):
διαφλοισβοι
IDX:
26217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26218
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάφλοισβοι·</span> <span class="foreign greek">τεταραγμένοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}