Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰολόστομος
αἰολόφοιτος
αἰολόφυλος
αἰολόφωνος
αἰολοχαίτης
αἰολόχρως
αἰονάω
αἰόνημα
αἰόνησις
ἀΐος
ἀϊπάρθενος
αἰπεινής
αἰπεινός
αἰπήεις
αἰπολέω
αἰπολή
αἰπολικός
αἰπόλιον
αἴπολος
αἶπος
αἰπός
View word page
ἀϊπάρθενος
ἀϊπάρθενος, V. ἀειπάρθενος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀϊπάρθενος
Headword (normalized):
ἀϊπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
αιπαρθενος
IDX:
2620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀϊπάρθενος</span>, V. <span class="foreign greek">ἀειπάρθενος</span>.</div><br><br>'}