Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
διαφλέγω
διάφλοισβοι
View word page
διαφθίνω
διαφθίνω, pf. part. διεφθῐνηκώς
A). wasted away, Sch. Theoc. 10.18 .


ShortDef

wasted away

Debugging

Headword:
διαφθίνω
Headword (normalized):
διαφθίνω
Headword (normalized/stripped):
διαφθινω
IDX:
26207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφθίνω</span>, pf. part. <span class="foreign greek">διεφθῐνηκώς</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wasted away,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:10:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:10.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 10.18 </a>.</div> </div><br><br>'}