Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
διαφιλονικέω
διαφιλοτεκνέω
διαφιλοτιμέομαι
View word page
διαφθέγγομαι
διαφθέγγομαι,
A). utter, speak, Porph. Chr. 63 ,al.


ShortDef

utter, speak

Debugging

Headword:
διαφθέγγομαι
Headword (normalized):
διαφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφθεγγομαι
IDX:
26205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26206
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφθέγγομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">utter, speak,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg023:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg023:63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 63 </a>,al.</div> </div><br><br>'}