Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
διαφθορέω
διαφίημι
View word page
διαφημέω
διαφημέω
,
A).
bring discredit on,
τὴν εὑγένειαν
dub. in
Plu.
Nob.
19
.
ShortDef
bring discredit on
Debugging
Headword:
διαφημέω
Headword (normalized):
διαφημέω
Headword (normalized/stripped):
διαφημεω
IDX:
26202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφημέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring discredit on,</span> <span class="foreign greek">τὴν εὑγένειαν</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nob.</span> 19 </span>.</div> </div><br><br>'}