Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
διαφθορεύς
View word page
διαφευκτικός
δια-φευκτικός, , όν,
A). able to escape, Luc. Tim. 29 .


ShortDef

able to escape

Debugging

Headword:
διαφευκτικός
Headword (normalized):
διαφευκτικός
Headword (normalized/stripped):
διαφευκτικος
IDX:
26200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26201
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-φευκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">able to escape,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg022:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg022:29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tim.</span> 29 </a>.</div> </div><br><br>'}