Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαφάσσειν
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
διαφημίζω
διαφθαρτικός
διαφθέγγομαι
διαφθείρω
διαφθίνω
διαφθονέω
διαφθορά
View word page
διαφευκτέον
δια-φευκτέον
,
A).
one must avoid,
Gal.
13.27
.
ShortDef
one must avoid
Debugging
Headword:
διαφευκτέον
Headword (normalized):
διαφευκτέον
Headword (normalized/stripped):
διαφευκτεον
IDX:
26199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26200
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-φευκτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must avoid,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.27 </span>.</div> </div><br><br>'}