Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διαφαρος
διάφασις
διαφάσσειν
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
διαφημέω
View word page
διάφαυσις
διά-φαυσις, εως, ,
A). shining through, Plu. 2.929b .


ShortDef

shining through

Debugging

Headword:
διάφαυσις
Headword (normalized):
διάφαυσις
Headword (normalized/stripped):
διαφαυσις
IDX:
26192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-φαυσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shining through,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.929b </span>.</div> </div><br><br>'}