Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαφαίκωσι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διαφαρος
διάφασις
διαφάσσειν
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
διαφεύγω
διαφευκτέον
διαφευκτικός
διάφευξις
View word page
διάφαυμα
διά-φαυμα, ατος, τό,
A). daybreak, PLond. 5.1684.4 (vi A.D.).


ShortDef

daybreak

Debugging

Headword:
διάφαυμα
Headword (normalized):
διάφαυμα
Headword (normalized/stripped):
διαφαυμα
IDX:
26191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-φαυμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">daybreak,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1684.4 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}