Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαύχην
διαύω
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίκωσι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διαφαρος
διάφασις
διαφάσσειν
διαφαυλίζω
διάφαυμα
διάφαυσις
διαφαύσκω
διαφεγγής
διαφερόντως
διαφέρω
διάφεσις
View word page
διαφαρος
διαφαρος
A).
χιτών
made in two pieces,
EM
175.39
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαφαρος
Headword (normalized):
διαφαρος
Headword (normalized/stripped):
διαφαρος
IDX:
26187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26188
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφαρος</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">χιτών</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">made in two pieces,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 175.39 </span> .</div> </div><br><br>'}