Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
δίαυρος
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαύχην
διαύω
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίκωσι
διαφαίνω
διαφαιρέω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαρμακεύω
διαφαρος
διάφασις
διαφάσσειν
διαφαυλίζω
διάφαυμα
View word page
διαφαίκωσι
διαφαίκωσι· διαφαίνειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφαίκωσι
Headword (normalized):
διαφαίκωσι
Headword (normalized/stripped):
διαφαικωσι
IDX:
26181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαφαίκωσι·</span> <span class="foreign greek">διαφαίνειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}