Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλόδρομος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
δίαυρος
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαύχην
διαύω
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίκωσι
διαφαίνω
διαφαιρέω
View word page
διαυξάνω
διαυξάνω,
A). spread out, Aët. 7.1 .


ShortDef

spread out

Debugging

Headword:
διαυξάνω
Headword (normalized):
διαυξάνω
Headword (normalized/stripped):
διαυξανω
IDX:
26173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυξάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spread out,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 7.1 </a>.</div> </div><br><br>'}