Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαυλία
διαυλίζω
διαυλικός
διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλόδρομος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
διαυξάνω
δίαυρος
διαυχενίζομαι
διαυχένιος
διαύχην
διαύω
διαφαγεῖν
διαφάδην
View word page
διαυλωνία
διαυλων-ία, ,(αὐλών)
A). narrow passage, Eust. 1917.32 .


ShortDef

narrow passage

Debugging

Headword:
διαυλωνία
Headword (normalized):
διαυλωνία
Headword (normalized/stripped):
διαυλωνια
IDX:
26170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυλων-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">αὐλών</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">narrow passage,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1917:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1917.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1917.32 </a>.</div> </div><br><br>'}