Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλίζω
διαυλικός
διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλόδρομος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
διαυλωνισμός
View word page
διαυλικός
διαυλ-ικός, , όν,
A). of the δίαυλος, τρόπος Iamb. in Nic. p.89P.


ShortDef

of the δίαυλος

Debugging

Headword:
διαυλικός
Headword (normalized):
διαυλικός
Headword (normalized/stripped):
διαυλικος
IDX:
26162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυλ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the</span> <span class="quote greek">δίαυλος, τρόπος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.89P" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.89P/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Nic.</span> p.89P. </a> </div> </div><br><br>'}