Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαύγασμα
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλίζω
διαυλικός
διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλόδρομος
δίαυλος
διαυλωνία
διαυλωνίζω
View word page
διαυλίζω
διαυλ-ίζω·
βαθύνω ἢ μηκύνω,
Suid.
:— Pass.,
διηυλίσθη· διεφθάρη,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαυλίζω
Headword (normalized):
διαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
διαυλιζω
IDX:
26161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26162
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυλ-ίζω·</span> <span class="foreign greek">βαθύνω ἢ μηκύνω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>:— Pass., <span class="foreign greek">διηυλίσθη· διεφθάρη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}