Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατωθάζω
διαυγάζω
διαύγασμα
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλίζω
διαυλικός
διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
διαυλοδρομία
διαυλόδρομος
δίαυλος
View word page
διαυλέω
διαυλ-έω
,
A).
accompany with a
διαύλιον, μάθησιν
BGU
1125.20
(i B.C.).
ShortDef
accompany with a δίαυλος
Debugging
Headword:
διαυλέω
Headword (normalized):
διαυλέω
Headword (normalized/stripped):
διαυλεω
IDX:
26159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26160
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυλ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accompany with a</span> <span class="quote greek">διαύλιον, μάθησιν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1125.20 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}