Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
διαύγασμα
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλίζω
διαυλικός
διαύλιον
διαύλειον
διαυλοδρομέω
διαυλοδρόμης
View word page
διαυγίζω
διαυγ-ίζω
,
A).
=
-άζω
,
Aq.
Jb.
25.5
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαυγίζω
Headword (normalized):
διαυγίζω
Headword (normalized/stripped):
διαυγιζω
IDX:
26156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26157
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαυγ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-άζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 25.5 </span>.</div> </div><br><br>'}