Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
διαύγασμα
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
διαυλία
διαυλίζω
View word page
διαύγασμα
διαύγ-ασμα, ατος, τό, = sq., Aq. Hb. 3.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαύγασμα
Headword (normalized):
διαύγασμα
Headword (normalized/stripped):
διαυγασμα
IDX:
26151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαύγ-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hb.</span> 3.4 </span>.</div><br><br>'}