Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
διαύγασμα
διαυγασμός
διαύγεια
διαυγέω
διαυγής
διαυγίζω
διαύγιον
διαυθεντέω
διαυλέω
View word page
διατωθάζω
διατωθάζω,
A). tease, Alciphr. 2.4 .


ShortDef

tease

Debugging

Headword:
διατωθάζω
Headword (normalized):
διατωθάζω
Headword (normalized/stripped):
διατωθαζω
IDX:
26149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατωθάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tease,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:2:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:2.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 2.4 </a>.</div> </div><br><br>'}