Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
διαυγάζω
View word page
διατυγχάνω
διατυγχάνω,
A). go wrong, make a mistake, PMasp. 76.15 (vi A.D.).


ShortDef

go wrong, make a mistake

Debugging

Headword:
διατυγχάνω
Headword (normalized):
διατυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
διατυγχανω
IDX:
26140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατυγχάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go wrong, make a mistake,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 76.15 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}