Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
διατωθάζω
View word page
διᾴττω
διᾴττω,
A). v. διαΐσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διᾴττω
Headword (normalized):
διᾴττω
Headword (normalized/stripped):
διαττω
IDX:
26139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾴττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαΐσσω.</span> </div> </div><br><br>'}