Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
διατύφω
View word page
δίαττος
δίαττ-ος, ,
A). sieve, Hsch.


ShortDef

sieve

Debugging

Headword:
δίαττος
Headword (normalized):
δίαττος
Headword (normalized/stripped):
διαττος
IDX:
26138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίαττ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sieve,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}