Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
διατύπωσις
διατυπωτέον
διατυπωτικός
View word page
διάττησις
διάττ-ησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
sifting,
prob. in
Plu.
2.693e
.
ShortDef
sifting
Debugging
Headword:
διάττησις
Headword (normalized):
διάττησις
Headword (normalized/stripped):
διαττησις
IDX:
26137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26138
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάττ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sifting,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.693e </span>.</div> </div><br><br>'}