Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
διατύπτομαι
View word page
διατρυφέν
διατρῠφέν, v. sub διαθρύπτω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατρυφέν
Headword (normalized):
διατρυφέν
Headword (normalized/stripped):
διατρυφεν
IDX:
26134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρῠφέν</span>, v. sub <span class="foreign greek">διαθρύπτω.</span> </div><br><br>'}