Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
διάτυλος
διατυπόω
View word page
διατρυφάω
διατρῠφάω, strengthd. for τρυφάω, Pl. Lg. 695c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατρυφάω
Headword (normalized):
διατρυφάω
Headword (normalized/stripped):
διατρυφαω
IDX:
26133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρῠφάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">τρυφάω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:695c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:695c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 695c </a>.</div><br><br>'}