Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατριτάριος
διάτριτος
διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
διατυγχάνω
διατυλίσσω
View word page
διατρύγιος
διατρύγιος [ῠ], ον , (τρύγἠ, διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row
A). bore grapes in succession, Od. 24.342 , cf. Eust.ad loc.


ShortDef

bearing grapes in succession

Debugging

Headword:
διατρύγιος
Headword (normalized):
διατρύγιος
Headword (normalized/stripped):
διατρυγιος
IDX:
26131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρύγιος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (τρύγἠ, διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην</span> each row <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bore grapes in succession,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:24:342" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:24.342/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 24.342 </a>, cf. Eust.ad loc.</div> </div><br><br>'}