Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατριπτικός
διατριταῖος
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
διάττησις
δίαττος
διᾴττω
View word page
διατροχάδες
διατροχάδες, αἱ, title of a poetical form, Praxiph. ap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατροχάδες
Headword (normalized):
διατροχάδες
Headword (normalized/stripped):
διατροχαδες
IDX:
26129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατροχάδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, title of a poetical form, Praxiph. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}