Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτικός
διατριταῖος
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυπάω
διατρυφάω
διατρυφέν
διατρώγω
διαττάω
View word page
διατρόπιος
δια-τρόπιος, ον, dub. sens.,
A). χροία Paul.Aeg. 5.19 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατρόπιος
Headword (normalized):
διατρόπιος
Headword (normalized/stripped):
διατροπιος
IDX:
26126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-τρόπιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">χροία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:5:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:5.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 5.19 </a> .</div> </div><br><br>'}