Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτικός
διατριταῖος
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
διατροχάζω
View word page
διατριταῖος
διατρῐταῖος, α, ον,
A). = διάτριτος , in Lat. form, Cael.Aur. CP 1.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατριταῖος
Headword (normalized):
διατριταῖος
Headword (normalized/stripped):
διατριταιος
IDX:
26120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρῐταῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάτριτος</span> , in Lat. form, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cael.Aur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 1.3 </span>.</div> </div><br><br>'}