Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτικός
διατριταῖος
διατριτάριος
διάτριτος
διάτριψις
διάτριχα
διατροπή
διατρόπιος
διάτροπος
διατροφή
διατροχάδες
View word page
διατριπτικός
διατριπ-τικός, , όν,
A). fit for bruising, μύρον Ar. Lys. 943 .


ShortDef

fit for bruising

Debugging

Headword:
διατριπτικός
Headword (normalized):
διατριπτικός
Headword (normalized/stripped):
διατριπτικος
IDX:
26119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατριπ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fit for bruising,</span> <span class="quote greek">μύρον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:943" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:943/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lys.</span> 943 </a> .</div> </div><br><br>'}