Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
διατρίβω
διατρίζω
διάτριμμα
διατριπτέον
διατριπτικός
διατριταῖος
διατριτάριος
View word page
διατρητάριος
δια-τρητάριος
,
ὁ
,
A).
maker of diatreta,
Cod.Just.
10.66.1
.
ShortDef
maker of diatreta
Debugging
Headword:
διατρητάριος
Headword (normalized):
διατρητάριος
Headword (normalized/stripped):
διατρηταριος
IDX:
26111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26112
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-τρητάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maker of diatreta,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 10.66.1 </span>.</div> </div><br><br>'}